αγελαδοκόμος

αγελαδοκόμος
ο
αυτός που φροντίζει τις αγελάδες όπως ορίζει η επιστήμη: Εργαζόταν ως αγελαδοκόμος σε μια γεωργική σχολή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγελαδοκόμος — ο αυτός που εκτρέφει συστηματικά και συντηρεί αγελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + κόμος < κομῶ (= περιποιούμαι). ΠΑΡ. αγελαδοκομία, αγελαδοκομικός] …   Dictionary of Greek

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …   Dictionary of Greek

  • αγελαδοκομία — η [αγελαδοκόμος] συστηματική εκτροφή και συντήρηση αγελάδων …   Dictionary of Greek

  • αγελαδοτρόφος — ο ο αγελαδοκόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + τρόφος < τρέφω. ΠΑΡ. αγελαδοτροφία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”